ὑποστολή

ὑποστολή
ὑποστολή, ῆς, ἡ (ὑποστέλλω) the state of being timid, hesitancy, timidity (Asclepiodot. Tact. [I B.C.] 10, 21 of holding a body of troops in reserve position.—Jos., Bell. 2, 277, Ant. 16, 112 of pers. who have no reservations about indulging themselves in baseness) οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς we do not belong to those who are timid, in contrast to those who are earnestly committed Hb 10:39.—DELG s.v. στέλλω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποστολῇ — ὑποστολή fasting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστολή — fasting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστολή — η / ὑποστολή, ΝΜΑ [ὑποστέλλω] νεοελλ. 1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή τής σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων») 2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων») αρχ. 1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία 2. προσποίηση,… …   Dictionary of Greek

  • υποστολή — η 1. το κατέβασμα, το μάζεμα: Υποστολή της σημαίας. 2. μτφ., ελάττωση, μείωση, περιορισμός: Υποστολή αξιώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστολαί — ὑποστολή fasting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστολῆς — ὑποστολή fasting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστολήν — ὑποστολή fasting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Kounenakis — Personal information Full name Nikos Kounenakis Νίκος Κουνενάκης Date of birth 3 February 1978 …   Wikipedia

  • μαϊνάρισμα — το [μαϊνάρω] 1. κατέβασμα, καταβίβαση, υποστολή 2. κατευνασμός, καταπράυνση, καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • σηματόσχοινο — το, Ν ναυτ. λεπτό σχοινί για το δέσιμο, την έπαρση και υποστολή σημάτων και σημαιών, κν. σαντζακόσχοινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + σχοινί. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόσχοινον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”